- μηρυκάζω
- (ΑΜ μηρυκάζω, Α και μαρυκάζω, Μ και μαρουκάζω) (για τα χορτοφάγα ζώα) επαναφέρω την ήδη μασημένη τροφή στο στόμα και τήν ξαναμασώνεοελλ.μτφ. επαναλαμβάνω στερεότυπα τα λόγια μου ή τα λόγια που κάποιος άλλος έχει ήδη πειαρχ.1. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ μηρυκάζοντατα μηρυκαστικά ζώα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι ενεστ. μηρυκάζω, μηρυκῶμαι και μηρυκίζω είναι πιθ. παράγωγα ενός αμάρτυρου ουσ. σε -κ- (αλλά όχι τού τ. μήρυξ*, το οποίο είναι νεώτερο τών μηρυκάζω, μηρυκῶμαι, μηρυκίζω) ή, κατ' άλλη άποψη, εκφραστικά παράγωγα ενός αμάρτυρου ενεστ. με επίθημα -κω- *μηρύ-κω (< μηρύομαι* «συστέλλω, περιτυλίγω, μαζεύω»), πρβλ. ἐρύω: ἐρύκω].
Dictionary of Greek. 2013.