μηρυκάζω

μηρυκάζω
(ΑΜ μηρυκάζω, Α και μαρυκάζω, Μ και μαρουκάζω) (για τα χορτοφάγα ζώα) επαναφέρω την ήδη μασημένη τροφή στο στόμα και τήν ξαναμασώ
νεοελλ.
μτφ. επαναλαμβάνω στερεότυπα τα λόγια μου ή τα λόγια που κάποιος άλλος έχει ήδη πει
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ μηρυκάζοντα
τα μηρυκαστικά ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι ενεστ. μηρυκάζω, μηρυκῶμαι και μηρυκίζω είναι πιθ. παράγωγα ενός αμάρτυρου ουσ. σε -κ- (αλλά όχι τού τ. μήρυξ*, το οποίο είναι νεώτερο τών μηρυκάζω, μηρυκῶμαι, μηρυκίζω) ή, κατ' άλλη άποψη, εκφραστικά παράγωγα ενός αμάρτυρου ενεστ. με επίθημα -κω- *μηρύ-κω (< μηρύομαι* «συστέλλω, περιτυλίγω, μαζεύω»), πρβλ. ἐρύω: ἐρύκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μηρυκάζω — μηρυκάζω, μηρύκασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μηρυκάζω — μηρύκασα (για χορτοφάγα ζώα) 1. ξαναμασώ την τροφή που έχω καταπιεί, αναχαράζω. 2. μτφ., επαναλαμβάνω με στερεότυπο τρόπο λόγια δικά μου ή άλλου: Κάθε φορά που συζητάμε μηρυκάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηρυκαζομένων — μηρυκάζω chew the cud pres part mp fem gen pl μηρυκάζω chew the cud pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκωμένων — μηρυκάζω chew the cud fut part mid fem gen pl μηρυκάζω chew the cud fut part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκάζει — μηρυκάζω chew the cud pres ind mp 2nd sg μηρυκάζω chew the cud pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκάζον — μηρυκάζω chew the cud pres part act masc voc sg μηρυκάζω chew the cud pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκάζοντα — μηρυκάζω chew the cud pres part act neut nom/voc/acc pl μηρυκάζω chew the cud pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκάζουσι — μηρυκάζω chew the cud pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μηρυκάζω chew the cud pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκάζουσιν — μηρυκάζω chew the cud pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) μηρυκάζω chew the cud pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρυκώμενον — μηρυκάζω chew the cud fut part mid masc acc sg μηρυκάζω chew the cud fut part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”